28 Σεπ 2014

Διδαχή τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ. Νικολάου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ  ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ
Διδαχή τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ. Νικολάου

            Συγκινητική ὑπῆρξε, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἡ συναί­σθη­ση καί ἡ ὁμολογία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Βλέποντας τό θαῦμα ἀνεγνώρισε τό μεγαλεῖο καί τήν παντοδυναμία τοῦ Χριστοῦ καί προσδιόρισε τή δική του σμικρότητα καί ἁμαρτω­λό­τητα. Ἔπεσε στά πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἄνοιξε τήν καρδιά του καί μπρο­στά σέ ὅλους ἐξομολογήθηκε: «Κύριε δέν εἶμαι ἄξιος νά σέ φιλοξενῶ στό πλοῖο μου ἐπάνω, γιατί εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρ­τω­λός». Ὁ Κύριος τόν καθυσήχασε καί δέ­χθη­κε τήν ὁμολογία του σάν τή μεγαλύτερη ἀπόδειξη γνησίας μετανοίας. Μέ τήν πράξη αὐτή ἄνοιξε ἕνα νέο κεφάλαιο στή ζωή του. Ἀπό ψαράς τῆς Γαλι­λαίας ἔγινε κήρυξ καί ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ.

            Ἡ ὁμολογία τοῦ Ἀποστόλου ἀποτελεῖ ἕνα βασικό καί ἀπαραίτητο συστα­τι­κό τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως, γιά τό ὁποῖο θά σημειώσουμε μερικές ἁπλές σκέψεις.
            Τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως ἵδρυσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅταν στό ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ μετά τήν ἀνάστασή του ἔδωκε στούς μαθητές του τήν ἐξουσία «τοῦ δεσμεῖν καί λύειν» τίς ἁμαρ­τίες τῶν ἀνθρώπων λέγοντας: «ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας ἀφίε­νται αὐτοῖς, ἄν τινῶν κρατῆτε κεκράτηνται». Οἱ Ἀ­πό­στο­λοι ἔδωσαν τήν ἐξουσία αὐτή μέ τή χειροτονία στούς διαδόχους τους ἐπισκόπους καί πρεσβυτέρους καί ἀπό ἐκείνους ἀλυσιδωτά μέχρι σήμερα ἔφθασε στήν Ἐκκλησία, στήν ὁποία οἱ ἐπίσκο­ποι καί οἱ πρεσβύτεροι διαχειρίζονται πρός τό συμφέρον τῶν ἀνθρώπων τήν ἐξουσία τῆς ἀφέσεως.
            Τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως - μετανοίας εἶναι ἀπό τά πιό βασικά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας.  Χωρίς μετάνοια δέν ὑπάρχει σωτηρία. Τά δάκρυα τῆς μετανοίας εἶναι δεύτερο βάπτι­σμα πού καθαρίζει τήν ψυχή ἀπό τούς μολυσμούς τῆς ἁμαρτίας. Γι΄ αὐτό ὁ Κύριος πρῶτα ἐκήρυξε στό λαό μετάνοια κι ὕστερα, ἐπάνω στό θεμέλιό της, οἰκοδόμησε τήν διδασκαλία του.
            Ἡ ἐξαγόρευση τῶν ἐσωτερικῶν ἐνοχικῶν μας καταστάσεων ἀνταπο­κρί­νεται σέ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία θέλει νά ἀποβάλει κάθε τι πού τήν ἐνο­χλεῖ καί τῆς δη­μιουρ­­γεῖ ἐνοχή. 
            Ἡ ψυχή εἶναι πλασμένη ἀπό τόν Θεό γιά τήν τελειότητα. Δέν ἐπιδέχεται τήν πα­ρα­μικρή κηλίδα ἁμαρτίας. Εἶναι σάν τό μάτι πού μόλις προσβληθεῖ ἔστω καί ἀπό ἕνα ἀνε­παίσθητο σκουπίδι, δακρύζει, πονάει καί ὑποφέρει. Καί ἡ πιό μικρή παρά­βα­ση δημιουργεῖ πρόβλημα. Τότε ὀρθώνει τή φωνή της ἡ συνείδηση, μᾶς ἐλέγχει, μᾶς κατη­γο­ρεῖ, μᾶς κακίζει γιά τήν ἀθέτηση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καί μᾶς προτρέπει νά ἐπα­νορ­θώ­­σου­με τό σφάλμα.
            Ἡ συνείδηση εἶναι ὁ ἐσωτερικός δικαστής, ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ. Ὁ μόνος τρόπος ἀπαλλαγῆς μας ἀπό τίς ἐνοχές τῆς συνειδή­σεως εἶναι τό μυστήριο τῆς Μετανοίας.  Δυστυχῶς, μερικοί ἀπορρίπτουν τή μέθοδο αὐτή τῆς Ἐκκλησίας καί καταφεύγουν σέ διάφορους «σωτῆρες» (νευρολόγους, ἀστρολόγους, πνευματι­στές), ὅπου ξοδεύουν ὁλόκληρες περιουσίες μέ τήν ἐλπίδα νά ἀπαλ­λα­γοῦν ἀπό τό μαρτύριο πού τούς βασανίζει. Στήν ἀρχή, μέ τή δύναμη τῆς αὐθυποβολῆς, νομίζουν ὅτι ἀπαλλάσσονται. Ἀρ­γό­τε­ρα ὅμως πάλι ξαναπέφτουν στήν ἴδια τραγική κατάσταση τῆς μελαγχολίας.
            Ἕνας εἶναι ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας, τό μυστήριο τῆς Μετα­νοίας. Ἡ καθαρή ἐξο­μο­λήγηση. Τό ἀνοιγμα τοῦ βιβλίου τῆς συνειδήσεως μπροστά στό πετραχήλι τοῦ πνευ­μα­τικοῦ καί ἡ ἐκζή­τη­ση τοῦ θείου ἐλέους. «Ἡ μετάνοια ξανα­φέρ­νει στήν καρ­διά τή χαρά.
            Πολλοί χριστιανοί δυσκολεύονται νά κάνουν καθαρή ἐξομο­λό­­γη­­ση.  Ντρέπονται καί διστάζουν νά ὁμολογήσουν μερικά ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα θεω­ροῦν μεγάλα. Πη­γαί­νουν στόν πνευματικό, λένε ἐκεῖνα πού θέλουν καί κρατοῦν ἄλλα. Φυσικά φεύ­γουν ἀνι­κανοποίητοι, ὅπως πῆγαν, μέ τό ἴδιο βάρος. Πέφτουν θύ­ματα τοῦ ἐγωισμοῦ τους καί παγιδεύονται στήν ὕπουλη παγίδα τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος δέν θέλει τή σωτη­ρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
            Ὁ πονηρός παρουσιάζει μικρή καί ἀσήμαντη τήν ἁμαρτία πρίν τή διά­πρα­­ξή της. Με­­τά ὅμως τή διογκώνει, τήν παρουσιάζει βουνό γιά νά αἰχμα­λωτίσει μιά γιά πάντα τόν ἄνθρωπο, λέγοντάς του ὅτι εἶναι ἀκατόρ­θω­τη κάθε προ­σπά­θεια ὑπερνικήσεως τοῦ πά­θους. Μεγαλώνει τό αἴσθημα τῆς ντροπῆς καί ἐμπο­δί­ζει τήν διάθεση ἐξαγορεύσεως.
            Γιά νά θεραπεύσουμε ὅμως τήν ψυχή πρέπει νά ξεριζώσου­με τήν ἁμαρτία.  Καί τό ξερίζωμα γίνεται μέ τήν ὁμολογία καί τή μετάνοια. Οἱ στεναγμοί, χωρίς τήν ὁμο­λο­γία καί τά δάκρυα, χωρίς τήν ἐξαγόρευση μπορεῖ νά ὑποκρύπτουν ἐγωισμό.  Μόνο μέ τήν ταπεινή καί καθαρή ὁμολογία ἀποβάλλεται τό δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας. Ὅπως ἕνα ἐπιβλαβές φαγητό προ­ξε­νεῖ πόνους στό στομάχι κι ἄν δέν τό ἐμέσουμε δέν ἡσυ­χάζου­με, ἔτσι καί ἡ ἁμαρ­τία προξενεῖ πόνο καί φθορά στήν ψυχή κι ἄν δέν τήν ἐμέσουμε δέν σωζό­μεθα. Θά πρέπει λοιπόν νά ἀνοί­ξου­με τήν καρδιά μας. Νά φανε­ρώ­σου­με μέ τα­πεί­νωση καί συστολή στόν πνευ­μα­τι­κό ὅλες τίς ἁμαρτίες μας. Νά μή κρύ­ψουμε κανένα ἁμάρτημα.
            Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἡ βάση τῆς σωτηρίας μας.  Ἀρκεῖ νά τήν τελοῦ­με καί νά τήν δεχόμαστε ὅπως πρέπει, μέ φόβο Θεοῦ καί μέ πίστη, ὅτι εἶναι τό κατ΄ ἐξοχήν μυστήριο τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία μέ τό μυ­στήριο τῆς ἐξομολογήσεως δέν δικάζει, ἀλλά συγχωρεῖ. Δίνει ἄφεση σ΄ ὅ­ποιον μέ τα­πεί­νωση ζητήσει τή χάρη της. Στούς ἀδύναμους μετά τή συγ­χώ­ρε­ση δίνει τίς παιδα­γω­γι­κές εὐκαιρίες τῶν ἐπιτιμίων, ὄχι σάν τιμωρία γιά τά ἁμαρτήματά τους, ἀλλά σάν βακτηρία γιά νά στηρίζονται στήν πορεία τῆς σωτηρίας τους μέχρις ὅτου ἀποκτή­σουν τήν ἀπαραίτητη σταθερότητα καί δύναμη.
            Μακάρι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά κατανοοῦσαν τήν εὐεργετική σημασία τοῦ μυστη­ρίου τῆς ἐξομολογήσεως. Θά μποροῦσαν νά λύσουν ὅλα τά ἐσωτερικά προβλή­μα­τα πού καταδυναστεύουν τή ζωή τους.
            Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἀνανέωση ζωῆς.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ              
Διδαχή τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ

            Στή λίμνη Γενησαρέτ μᾶς μετέφερε σήμερα, ἀγαπητοί μου Χρι­στια­νοί, τό ἱερό Ε[υαγγέλιο. Ἐκεῖ ὁ Κύριος ἔκαμε μεγάλο θαῦμα γιά τό ὁποῖο μᾶς μιλάει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Στό σημεῖο ἐκεῖνο ὅπου σήμερα βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων συ­νά­ντη­σε τούς μετέπειτα Ἀποστόλους καί μαθητάς του τόν Σίμωνα καί τούς δύο ἀδελφούς Ἰάκωβο καί Ἰωάννη, νά πλένουν τά δίχτυα. Στίς παρα­κλή­σεις τοῦ λαοῦ γιά διδασκαλία, διά­λε­ξε γιά βῆμα τό πλοιάριο τοῦ Σί­μω­νος, τό ὁποῖο μέ μεγάλη προθυμία προσέφερε ὁ ἁπλοϊκός ψα­ρᾶς. Καί μετά θέλοντας νά ἀμείψει τό Σίμωνα γιά τή φιλοξενία, τοῦ ὑπέδειξε νά ἀνοιχτεῖ λίγο στή λίμνη καί νά ρίξει τά δίχτυα. Ὁ Σί­μων αἰχμαλωτισμένος ἀπό τά λόγια τοῦ διδα­σκά­λου ὑπάκουσε, ἄν καί ἤξερε ἀπό τήν πολύωρη ταλαιπωρία τή νύχτα ὅτι ἐκείνη τή μέρα ὁ τό­πος δέν εἶχε ψάρια. Δέν εἶχαν προλάβει καλά - καλά νά ρίξουν τά δίχτυα καί ἀμέσως γέμισαν ψάρια λές καί κάποιος τά ὁδηγοῦσε ἐκεῖ.  Ἀ­πό τό πλήθος κινδύνεψε τό πλοῖο τοῦ Σίμωνα νά βυθισθεῖ καί χρειά­σθηκε νά ἔλθουν καί οἱ ἄλλοι μέ τό δικό τους πλοῖο γιά νά σηκώ­σουν ὅλα τά δίχτυα. Βλέποντας ὁ Πέτρος τό θαῦμα κατα­λή­φθη­κε ἀπό δέος, γονάτισε συγκλονισμένος μπροστά στόν Κύριο καί μέ δάκρυα στά μάτια εἶπε: «Σέ παρακαλῶ, Κύριε, βγές ἀπό τό πλοῖο μου γιατί εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός».
            Ὁ Πέτρος ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦταν ἕνας ἁπλός προ­φήτης, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί συναισθανόμενος τήν ἁμαρτω­λό­τη­τά του τόν παρακαλεῖ νά βγεῖ ἀπό τό πλοῖο του μήπως καί οἱ ἁμαρτίες του μειώσουν τό μεγαλεῖο τῆς θεότητός του. Αἰσθάνεται ἀνάξιος νά φιλοξενεῖ τό Χριστό.
            Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἀμέσως τόν καθησυχάζει. «Μή φοβοῦ ἀπό τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν». Μπορεῖ νά εἶσαι ἁμαρτωλός, τοῦ λέγει, μή φοβᾶσαι ὅμως. Ἀπό τή στιγμή πού ἀναγνωρίζεις τήν κατάστασή σου σώζεσαι. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά ἀξιώνεσαι νά γίνεις ψαρᾶς ἀνθρώπων. Βέβαια ὁ Πέτρος δέν ἦταν ἁμαρτωλός σάν τόν τελώνη ἤ σάν τόν Ζακχαῖο ἤ σάν τόν Παῦλο. Μπορεῖ νά εἶχε ἐλαττώματα, μπορεῖ νά χρησιμοποιοῦσε στό ἐμπόριο τό ψέμα καί τήν παρα­νο­μία, ὅμως ἦταν καλός οἰκογενειάρχης, πιστός Ἑβραῖος, ἁπλοϊκός ἄνθρω­πος. Μπροστά στό Χριστό ἀνοίγουν τά μάτια τῆς ψυχῆς του καί συναι­σθάνεται τίς ἁμαρτίες του, συγκρίνει τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό καί μ΄ αὐτό τόν ἁπλοϊκό καί αὐθόρμητο τρόπο ἐξωτερικεύει τή συντρι­βή του. Ὁ Πέτρος ἔχει αὐτογνωσία, τό πρῶτο καί ἀπαραίτητο στοι­χεῖο τῆς μετανοίας. Αὐτή ἡ ἀρετή τόν συνώδευε σέ ὅλη του τή ζωή. Σάν ἄνθρωπος ἔπεσε πάλι, ἀλλά ἀναγνώρισε τά λάθη του, «ἔκλαυσε πικρῶς» καί ὄχι μόνο σώθηκε, ἀλλά ἀξιώθηκε μεγάλης τιμῆς ἀπό τόν Κύριο. Ἦταν ἕνας ἀπό τούς ἀγαπημένους Μαθητάς. Γι΄ αὐτόν γίνεται εἰδικός λόγος στίς ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τό στόμα τοῦ ἀνα­στά­ντος ἄκουσε τά ἀποστολικά λόγια: «Βόσκε τά ἀρνία» καί μέχρι σήμε­ρα παρίσταται στίς ἁγιογραφίες κρατώ­ντας «τάς κλεῖς τῆς Βασι­λείας τῶν οὐρανῶν». Ὁ Πέτρος ὑπογραμμίζει ὅτι τό κλειδί γιά τήν εἴσοδό μας στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αὐτογνωσία.
            Τό μεγαλύτερο ἁμάρτημα τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας δέν εἶναι ἡ ἀπιστία, οὔτε ἡ σαρκολατρεία, οὔτε ἡ φιλαργυρία, οὔτε ἡ ὑλο­φρο­σύνηž εἶναι ἡ ἔπαρση. Κατάσταση ἀπό τήν ὁποία δύσκολα μπορεῖ νά ἀπαλλαγεῖ κανείς καί συνεπῶς νά σωθεῖ. Μπορεῖ ὁ σαρκολάτρης κάποτε νά ἀηδιάσει τήν ἁμαρτία καί νά συνέλθει. Μπορεῖ κάποτε ὁ φιλάργυρος νά μετανοή­σει καί νά σωθεῖ. Ὁ ἐγωϊστής ὅμως, ὁ ὑπερή­φα­νος ἄνθρωπος ἄν δέν ταπεινωθεῖ, ἄν δέν προσγειωθεῖ, ἄν δέν ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό δηλητήριο τῆς ἐπάρσεως δέν μπορεῖ νά σωθεῖ. Ἡ ἔπαρση εἶναι ἕνας δηλητηριώδης ἰός πού προσβάλλει τόν ὅλο ἄνθρω­πο. Ὁ ἐγωϊστής δέν σκέπτεται σωστά, δέν ἐνεργεῖ σωστά. Ζεῖ σ΄ ἄλλους κόσμους. Σκέπτεται ἀπάνθρωπα. Κάνει τόν ἑαυτό του κέ­ντρο τῆς ζωῆς. Καθημερινό του μέλημα εἶναι πῶς νά κάμει τό δικό του, πῶς ν΄ ἀνεβεῖ ψηλότερα ἀπ΄ τούς ἄλλους, πῶς νά ἐπικρατήσει. Ὁ ἐγωϊστής δέν ἔχει Χάρη Θεοῦ ἔστω κι ἄν ζεῖ μέσα στόν ἐκκλη­σια­στι­κό χῶρο, ἔστω κι ἄν προσεύχεται, ἔστω κι ἄν ἀγρυπνεῖ, ἔστω κι ἄν νη­στεύει. Γίνεται ὄργανο τοῦ διαβόλου καί ὁδηγεῖται στήν ἀπώλεια. Θέ­λει βέβαια ὁ Θεός νά σώσει καί τόν ὑπερήφανο ἄνθρωπο. Προ­σκρούει ὅμως στήν πεισματική ἄρνηση τοῦ ἴδιου τοῦ ἐγωϊστή πού γιά Θεό ἔχει τόν ἑαυτό του.
            Ὁ ἐγωϊστής ἄνθρωπος εἶναι στήν οὐσία ἄφρων. Δέν ἔχει φρό­νη­ση, δηλ. μυαλό.
            Ἀναφέρεται στό Γεροντικό ὅτι κάποτε ὁ Μέγας Ἀντώνιος εἶδε ὅλες τίς παγίδες τοῦ διαβόλου ἁπλωμένες στή γῆ καί ἀναστέναξε βα­θειά καί εἶπε: «Ποιός τάχα μπορεῖ νά τίς διαφύγει; Καί ἄκουσε φωνή νά τοῦ λέγει: ἡ ταπεινοφροσύνη.
            Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν. Ἀποτελεῖ θεμέλιο τοῦ ἠθικοῦ οἰκοδομήματος κάθε ψυχῆς. Εἶναι χάρισμα θεϊ­κό ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τ~ης ταπεινοφροσύνης. Ἐ­κεῖ­νος «ἐταπείνωσε ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ. (Φιλιπ. Β΄8). Κατά τή διάρκεια τῆς ἐπιγείου ζωῆς μᾶς δίδα­ξε πῶς πρέπει νά πολιτεύεται κάθε ἄνθρωπος. «Λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει καί πάσχων οὐκ ἠπείλει». Μέ τό θεῖο λόγο του μᾶς νου­θε­τεῖ συνεχῶς νά ζοῦμε μέ ταπείνωση, ἁπλότητα καί ἀγάπη.
            Ἡ ταπείνωση γιά τό σημερινό ἄνθρωπο εἶναι δυσκατόρθωτη ἀρετή: Σημαίνει θάνατο τοῦ «ἐγώ» καί ἕνωσή του μέ τό «ἐμεῖς τῆς Ἐκ­­κλησίας. Ἡ ταπεινοφάνεια καί ἡ ταπεινολογία εἶναι μιά ἄλλη τραγική καί ὕπουλη ὄψη τῆς ἐπάρσεως. Ἡ βίωση στήν καθημερινή ζωή τῆς ταπεινώσεως εἶναι αὐτή πού χαριτώνει τόν πιστό. Τό νά δέ­χε­ται ὕβρεις καί χλευασμούς μέ σιωπή. Νά ὑπο­μέ­νει ραπίσματα καί συκοφαντίες μέ πραότητα. Νά ἀνταποδίδει στό μῖσος τήν ἀγάπη, στήν κα­κία τή συγχωρητικότητα, στό ψεῦδος τήν ἀλήθεια, στήν περι­φρό­νη­ση τήν τιμή, στήν ἀσπλαχνία τήν ἐλεημοσύνη. Μέ τήν ταπείνωση ἔρχε­ται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί μόνο τότε καθαρίζονται τά αἰσθητήρια τῆς ψυ­χῆς, φεύγει ὁ ζόφος τῆς ἁμαρτίας καί διακρίνει ὁ ἄνθρω­πος τή χοϊκό­τητά του, συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του καί ὕστερα ἐκζη­τεῖ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπ. Πέτρος, αὐτός ὁ ἁπλοϊκός ψαρᾶς, ἀξιώθηκε νά διακρίνει τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Ὅμως πολλοί ἄλλοι ἐπει­δή εἶχαν τό ἐπικάλυμμα τῆς ἁμαρτίας, ἄν καί τόν συνα­νεστρέ­φο­ντο καθημερινά, ἐν τούτοις δέν εἶδαν τή δόξα καί τό μεγαλεῖο του.

            Ἀγαπητοί μου χριστιανοί. Ἄν δέν ἀποκτήσουμε ταπείνωση δέν μποροῦμε νά γνωρίσουμε τό Θεό. Ἀπό τήν ταπείνωση ξεπηδᾶ ἡ αὐτο­γνω­σία πού εἶναι ἡ πρώτη βαθμίδα τῆς κλίμακας πού θά μᾶς ὁδη­γή­σει στό Θεό. Ἄς παρακαλοῦμε τό Θεό νά μᾶς χαρίζει ταπείνωση, γιατί αὐτή καί ἀπό μεγάλα κακά γλυτώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν σκε­πά­ζει ἀπό μεγάλους πειρασμούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου