14 Σεπ 2014

Διδαχή τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ              
Διδαχή τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ

            Ἀντίθετα μέ ὅτι κάνουν οἱ ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου, ἀγα­πη­τοί μου Χριστια­νοί, πού προκειμένου νά προσελκύσουν ὁπαδούς ὑπόσχο­νται τιμές καί ἀπολαύσεις, ὁ Κύριός μας ἐκθέτει μέ εὐθύτητα τίς τρεῖς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις τίς ὁποῖες πρέπει νά ἔχει ἐκεῖνος πού θέλει νά τόν ἀκολουθήσει. Γιά νά γίνει κανείς γνήσιος μαθητής του θά πρέπει πρῶτα νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, ὕστερα νά σηκώσει τόν προσωπικό του σταυρό καί τέλος πιστά καί ὑπάκουα νά τηρήσει τίς ἐντολές του. Δέν ἀναγκάζει καί δέν προστάζει κανέναν. Θέλει ὅμως ἀπό ἐκεῖνον, πού ἐλεύθερα θά τόν ἀκο­λου­θή­σει, συνέπεια, ἀποφασιστικότητα καί ἡρωϊσμό.

            Τό «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» ἰσοδυναμεῖ μέ νέκρωση πρίν τόν θάνατο. Εἶναι ἀνά­γκη νά νεκρωθεῖ τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας. Νά καταργηθεῖ «ὁ παλαιός ἄνθρωπος» καί νά ἀναστηθεῖ ὁ νέος «ὁ κατά Θεόν κτισθεῖς». Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀκολουθεῖ κανείς τό Χριστό καί συγχρόνως νά τρέχει πίσω ἀπό τίς ἡδονές τοῦ κόσμου. Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρω­πος νά δουλεύει σέ δύο κυρίους. Ὁπωσδήποτε κάποιον περιπαίζει.
            Ἀπαρνοῦμαι τόν ἑαυτό μου σημαίνει ταπεινώνομαι πρός χάριν τῆς ἀγάπης τῶν ἄλ­λων. Χάνω γιά νά κερδίσει ὁ ἄλλος. Στεροῦμαι γιά νά πλουτίσει ὁ συνάνθρωπός μου. Ἀρνοῦμαι, ὅ,τι μέ χωρίζει ἀπό τό Θεό μου. Ἀγωνίζομαι κατά τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς σαρκός. Ἀπο­στρέ­φο­μαι τίς πονηρές πράξεις. Χωρίς νά ἐξουθενώνω τήν προσωπικό­τη­τά μου καί χωρίς νά ὑποτιμῶ τήν ἀξία τοῦ προσώπου μου, νεκρώνω ὅ,τι μέ κρατᾶ δέ­σμιο μέ τή γῆ, ἐξέρχομαι ἀπό τή φυλακή τοῦ ἐγώ καί συντάσ­σομαι μέ τά μέλη τῆς Ἐκ­κλη­σίας στήν ἱερή ἑνότητα τοῦ Σώ­μα­­τος τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἐπίπονο ἔργο ἡ ἑκούσια νέ­κρω­ση. Γιά νά λέγει κανείς «ὄχι» στόν ἑαυτό του προϋποθέτει δύναμη καί ἀποφα­σι­στι­κό­τητα. Πάνω ὅμως ἀπό τή δική μας δύναμη ὑπάρχει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς ἐνδυ­να­μώνει καί μᾶς ἀναδεικνύει ἀήττητους Νέ­στο­ρες στήν πάλη κατά τοῦ νοητοῦ Λιαίου.
            «Ἀράτω τόν Σταυρόν αὐτοῦ». Σταυρός εἶναι ὁ κατά τῶν παθῶν ἀγώνας. Γι΄ αὐτή τή σταύρωση γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυ­μίαις» (Γαλ. ε΄ 24). Ἀπό τήν προσωπική του πεῖρα σέ ἄλλο σημεῖο τῶν ἐπιστολῶν του ὁμιλεῖ γιά τή δόξα καί τή χαρά πού φέρνει στόν πιστό ἡ σταύρωση τῆς σαρκός. Εἶναι βαρύς ὁ Σταυρός πού ἐπωμίζεται κάθε πιστό τέκνο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σάν τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Μετά ὅμως ἀπό τόν πόνο τῆς Σταυρώσεως ὑπάρχει ἡ δόξα τῆς ἀναστάσεως. Ὅπως ὁ Χριστός ὑπέφερε ἐπάνω στό Σταυρό, ἔτσι ὑποφέρει κάθε πιστός καθώς σταυρώνεται κάθε μέρα γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Γιά τή δική μας ζωή δέν θά ἔχει καμμιά ἀξία ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἄν κι ἐμεῖς μαζί μ΄ Ἐ­κεῖνον δέν σηκώσουμε τόν προσωπικό μας Σταυρό κι ἄν δέν πάθουμε ὅπως ἔπαθε Ἐκεῖνος. Ὁ χριστιανός πρέπει νά ζεῖ ἐκεῖνο πού διεκήρυττε μέ χαρά ὁ Ἀ­πό­στο­λος τῶν Ἐθνῶν: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι. Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ. Ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. β΄ 20).
            Τίς λεπτομέρειες τῆς σταυρώσεώς μας μποροῦμε νά τίς παρατηρήσουμε στήν καθη­με­ρι­νή μας ζωή. Ὅπως προδόθηκε ἀπό τόν μαθητή του ὁ Χριστός, ἔτσι κι ἐμεῖς πολλές φορές προδω­νόμαστε ἀπό ἀγαπημένους καί ἐμπίστους ἀνθρώπους. Ὅπως παράνομα δικάστη­κε καί κατακρίθηκε, ἔτσι κι ἐμεῖς χωρίς καμιά αἰτία καταδι­καζό­μα­στε ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ὅπως ἐκεῖνος περιφρο­νή­θη­κε, περιγελά­σθη­κε, ὑβρίσθηκε, χλευά­σθηκε, περιπαίχθηκε, ἔτσι κι ἐμεῖς γινόμαστε στόχος τῶν εἰρω­νειῶν καί τῶν χλευα­­σμῶν καί τῶν ὕβρεων τῶν ἀνθρώπων τῆς ἁμαρτίας. Αὐτή εἶναι ἡ τύχη τῶν ὁπα­δῶν τοῦ Χριστοῦ. Νά πάθουν ὅ,τι ἔπαθε Ἐκεῖνος.
            Ἐκτός ἀπό τά πάθη πού μᾶς προκαλεῖ ὁ κόσμος, ἔχουμε καί τά πάθη πού μᾶς προ­κα­λεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας. Οἱ πονηροί λογισμοί καί οἱ ἄτακτες ἐπιθυμίες εἶναι ἀγκά­θια καί καρφιά πού προκαλοῦν ἀφόρητη θλίψη στόν ἀγωνιστή χριστιανό. Οἱ βίαιοι πειρασμοί εἶναι ἰσχυροί ραβδισμοί πού ξεσχίζουν τήν ψυχή. Ἀκόμα οἱ ἀσθένειες τοῦ σώματος εἶναι ἀσήκωτοι σταυροί πού γιά νά τούς σηκώσει ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται θεϊκή ἀντοχή. Ἄν εἶχε κανείς πνευματικά μάτια νά βλέπει «τά μή βλεπόμενα» θά διε­πί­στωνε, ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος στή γῆ πού νά μή σηκώνει τό δικό του σταυρό. Ὁ σταυρός εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης του, εἶναι σκάλα πού μᾶς ἀνεβάζει στόν οὐρα­νό. Ἀρκεῖ νά τόν σηκώσουμε μέ πίστη, μέ καρτε­ρία καί ὑπομονή ὅπως τόν σή­κω­σε Ἐκεῖνος.
            Ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἐαυτοῦ μας καί ἡ καθημερινή σταύρωση μᾶς ἑνώνει μέ τόν Σωτῆρα Χριστό. Ἐκεῖνος πού κατώρθωσε νά νεκρώσει τά πάθη του καί νά σταυρώσει τίς ἐπιθυμίες του χαριτώνεται ἀπό τόν Θεό μέ τά δῶρα τοῦ Παραδείσου. Ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη καί ὅλα τά δῶρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος γεμίζουν τήν ψυχή του καί ἔτσι καθίσταται σκεῦος ἁγιασμένο τοῦ Θεοῦ, ἔμψυχος ναός τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης. Ὑπάρχει ὅμως καί τήν τελευταία στιγμή κάποιος κίνδυνος. Εἶναι δυνατόν νά φθάσει κανείς στή νέκρωση τῶν παθῶν καί στήν ὑποταγή τῆς σαρκός καί νά χάσει τήν θέωση ἀπό κενοδοξία καί ὑπερηφάνεια. Γι΄ αὐτό ὁ Κύριος ὑπογραμ­μί­ζει, ὅτι ἀπαραίτητο πρᾶγμα εἶναι ἡ μίμηση τῆς ζωῆς καί τῶν ἔργων του. «Ἀκολουθήτω μοι» σημαίνει ὅτι πρέπει νά ὑποτάξεις τήν ἐπιθυμία τῆς ὑπερβολῆς σ΄ ἐκεῖνο πού ὑποδεικνύει ὁ Κύριος. Κάθε ἄσκηση καί κάθε γυμνασία νά ἐναρμονίζεται μέ ὅ,τι διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Νά ἀκολουθεῖ κάθε πιστός τά ἴχνη τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καί νά συγκρίνει κάθε του πρόθεση καί πράξη μέ τίς ἐντολές Ἐκείνου.
            Ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου μέ ἀπατηλές ὑποσχέσεις ἔχει κερδίσει τήν ἐμπι­στο­σύ­νη πολλῶν ἀνθρώπων πού τυφλά παραδόθηκαν στήν ἐξουσία του κι ἔγιναν χωρίς νά τό κατα­λά­βουν τραγικά θύματα μιᾶς ζωῆς χωρίς ἐλπίδα καί χαρά, νούμερα μιᾶς μηχανῆς πού κατερ­γά­ζε­ται τήν μαζοποίηση τῶν προσώπων καί τήν αἰωνία συμφορά τῶν ψυχῶν.
            Σήμερα ὁ Χριστός μᾶς ὑποδεικνύει δρόμο σωτηρίας. Εἶναι ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στόν προσωπικό μας Γολγοθᾶ, σκληρός καί ἀνηφορικός δρόμος, μά σωτήριος. Στήν πορεία τοῦ δρόμου αὐτοῦ θά κουρασθοῦμε καί θά ὑποφέρουμε, ὥσπου νά φθάσουμε στό τέρμα ὅπου μᾶς περιμένει ὁ ἀγωνοθέτης Χριστός.
Ὁ Σταυρός του εἶναι ζωή καί ἀνάσταση. Ὁ πόνος του φέρνει χαρά. Ἡ νέκρωση φέρνει αἰώνια ζωή.


 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ               
Διδαχή τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Εἶναι ἀλήθεια, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ὅτι ὁ λόγος γιά τόν Ἑσταυρωμένο καί Ἀνα­στάντα Χριστό σ΄ ἐκείνους πού ἔχουν ὑλιστικά ἐνδιαφέροντα φαίνεται σάν μωρία. Ἐνδια­φέρονται ν΄ ἀκούσουν λόγο, πού εὐφραίνει τήν ἀκοή καί ἱκα­νο­ποιεῖ τίς ἐνδό­μυ­χες ἐπιθυμίες τους. Ὁ λόγος περί μελλούσης ζωῆς καί κρί­σεως τούς ἐνοχλεῖ, τούς ἀνα­στα­τώνει, τούς δημιουργεῖ ἐσωτερικά προβλή­μα­τα, γι΄ αὐ­τό καί φιμώνουν κάθε στόμα πού θά τούς μιλήσει γι΄ αὐτά.
Ὑπάρχουν ὅμως καί ἄλλοι, οἱ ἀγωνιζόμενοι πιστοί, πού θεωροῦν τό λόγο τοῦ Σταυ­ροῦ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὅλπο ἀήττητο καί στήριγμα ζωῆς. Αὐτοί καυχῶ­νται σάν τόν Ἀπό­στολο Παῦλο καί διακηρύττουν: «ἐμοί δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μή ἐν τῷ Σταυ­ρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. Στ΄ 14). Καυχῶνται, γιατί πιστεύουν στό Θεό. Αἰσθάνονται ὑπερήφανοι, γιατί ἀνήκουν στήν Ἐκκλη­σία. Τό Εὐαγγέλιο γι΄ αὐτούς εἶ­ναι πηγή δυνάμεως καί χαρᾶς.
Ὁ πόλεμος τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ κατά τῶν πιστῶν εἶναι σκληρός καί ἀδυ­σώπητος. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Σταυροῦ, ἡ παρουσία τῶν χριστιανῶν μέσα στήν κοινωνία, ἡ καθαρή ζωή τους μέσα στό βρώμικο κόσμο, ἡ ἀμετακίνητη ὁμολογία τους γιά τήν πίστη καί τήν ἀλήθεια, ἐξεγείρουν ἀδυσώπητο μίσος ἐναντίον τους. Θέλουν νά τούς ἀπομακρύνουν ἀπό τό προσκήνιο τῆς ζωῆς καί νά τούς περι­θω­ριο­­ποιήσουν. Φοβοῦνται τήν εὐθύτητα τοῦ χαρακτῆρος τους, ἐνοχλοῦνται ἀπό τήν εἰλικρίνεια τῶν λόγων τους, τρέ­μουν τήν σταθερή ἄνοδό τους, γι΄ αὐτό μέ κά­­θε τρόπο ἐπιδιώκουν τήν ἐξόντωσή τους. Στήν ἀρχή προσπαθοῦν νά τούς κερ­δί­σουν μέ τή δύναμη τοῦ χρήματος καί τή λάμ­ψη τῆς ἐξουσίας. Ὕστερα χρη­σι­μο­ποιοῦν τήν βία τοῦ ἐξαναγκασμοῦ. Ἐάν ἀπο­τύ­χουν, κηρύττουν ἀνοικτό πόλεμο μέ­χρι ἐξοντώσεως. Τά μέσα πού χρησιμοποιοῦν εἶναι σα­τανικά καί πανοῦργα. Δέν διστάζουν νά μετέλθουν ἀκόμα καί τό ἔγκλημα προ­κει­μέ­νου νά ἐπι­τύχουν τό στόχο τους.
Δυστυχῶς τέτοιοι ἄνθρωποι πού κυριαρχοῦνται ἀπό τά ἔνστικτά τους χω­ρίς ἠ­θι­κή καί συνείδηση ὑπάρχουν πολλοί μέσα στήν σύγχρονη εὐδαιμονιστική κοι­νωνία. Κά­θε τι πού ἔχει σχέση μέ τό Θεό τό θεωροῦν μωρία. Θεός γι΄ αὐτούς εἶ­ναι ἡ σάρκα καί ἡ ἀπό­λαυση. Ὅποιον ἀντιστέκεται στά σχέδιά τους τόν πολε­μοῦν.
Μέσα σ΄ αὐτό τόν κόσμο καλεῖται ὁ πιστός νά κρατήσει ἄσβεστη τή φλόγα τῆς ὁμο­λογίας. Νά μή φοβηθεῖ τή δύναμη τῶν ἀθέων. Νά μή ντραπεῖ καί νά μή δειλιάσει. Νά ὁμολογήσει μέ τή ζωή του τήν πίστη στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκ­κλη­σίας μπορεῖ νά ἔχουν κοσμική δύναμη καί ἀνθρώπινη ὑπε­ρο­χή. Ἐκεῖνος ἔχει ὅπλα πνευματικά. Μέ αὐτά τά ὅπλα τῆς πίστεως καί θεϊκῆς προστασίας ἐπολέμησαν κατά τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων οἱ ἅγιοι μάρτυρες καί ὁμολογητές. Ἐστάθησαν ἀπέναντι σέ ἰσχυρούς τυράννους καί μέ ἡρωϊσμό διεκή­ρυ­ξαν τήν ἀκλόνητη ἐμμονή τους στή χρι­στια­νική πίστη. Δέν ἐδειλίασαν μέ τίς κο­λακεῖες καί τίς ὑποσχέσεις τῶν ἀθέων κο­σμο­κρα­τόρων. Πάνω ἀπ΄ ὅλα τά ἀγα­θά τοῦ κόσμου τούτου εἶχαν θέσει τήν ἀγάπη τοῦ Χρι­στοῦ. Ἦταν ἕτοιμοι νά πε­θά­νουν γιά τό Χριστό, γιά νά ζήσουν μαζί του στήν οὐράνια Βα­σιλεία τῆς ἀτε­λευ­τήτου χαρᾶς. Δέν ντράπηκαν γιά τήν πίστη τους. Γι΄ αὐτήν ὀνει­δί­στη­καν στή γῆ καί μετά τιμήθηκαν στόν οὐρανό.
Μή νομισθεῖ, ὅτι τά λόγια αὐτά γιά πόλεμο κατά τῶν πιστῶν καί ἀνάγκη μαρ­τυ­ρίας ἀναφέρονται μόνο σέ περιόδους διωγμῶν. Σέ κάθε ἐποχή, ἔστω κι ἄν ἐξωτερικά φα­ντάζει σάν περίοδος γαλήνης, ἐνεργεῖται ὁ ὕπουλος πόλεμος τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χρι­στοῦ κατά τῶν πιστῶν. Στήν οὐσία εἶναι ὁ πόλεμος τοῦ κακοῦ κατά τοῦ ἀγαθοῦ, τοῦ σα­τανᾶ κατά τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἄρχισε ἀπό τήν ἡμέρα τῆς ἐκπτώσεως τοῦ δεκάτου ἀγ­γελικοῦ τάγματος καί συνεχίζεται μέχρι τήν ἡμέ­ρα τῆς κρίσεως, ὁπότε ὁ Χριστός θά «κα­ταργήση πᾶσαν ἀρχήν καί πᾶσαν ἐξου­­σίαν καί δύναμιν» (Α΄ Κορ. 15.25) τοῦ σα­τα­νᾶ. Τήν τακτική τῶν ἀντιπάλων τῆς πίστεως ἀντιμετωπίζει κάθε συνειδητός χριστια­νός στήν καθημερινή του ζωή, στό ἐπάγγελμά του, στό στενό καί εὐρύ οἰκογενειακό του περιβάλλον, σέ κά­θε ἔκ­φανση τῆς ζωῆς του. Ἐκεῖ βλέπει κανείς τήν ἀτιμία καί τήν ἀδι­κία, τήν ἀνη­θι­κό­τητα καί τό ψέμα, τήν ἀπάτη καί τήν αἰσχροκέρδεια, τήν πα­νουρ­γία καί τή δο­λιό­τητα νά ἐπικρατοῦν. Οἱ ἐξαιρέσεις τῶν σωστῶν ἀνθρώπων εἶναι ἐλά­χι­στες. Οἱ πολλοί παρασύρονται ἀπό τό ρεῦμα τῆς ὑλοφροσύνης καί γίνονται ὑπο­τα­κτι­κοί τοῦ σκοτεινοῦ ἄρχοντος τοῦ αἰῶνος τούτου. Ἄν τούς ὑπενθυμίσει κά­ποιος, ὅτι ὑπάρ­χουν καί ἀξίες στή ζωή, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο, γιά νά τρώει καί νά ἀπο­λαμ­βάνει, ὅτι ὑπάρχει καί ὁ Θεός, θά ἀπαντήσουν, ὅτι «πέρασε πιά ἡ ἐπο­χή τοῦ φόβου καί τῆς δειλίας. Ὁ κόσμος σήμερα ζεῖ τή χαρά τῆς ἀπε­λευ­θέ­ρωσης καί τῆς τεχνο­λο­γι­κῆς προόδου. Δέν μπορεῖ κανείς νά πάει ἀντίθετα στό ρεῦ­μα τῆς ἐξελίξεως». Ὅλοι αὐτοί περιφρονοῦν τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί μοι­ραῖα καταδικάζονται σέ μία ζωή χωρίς ἐλπίδα, χωρίς στόχους καί προοπτικές.
Ἡ πάλη τήν ὁποία καλεῖται νά κάμει κάθε πιστός δέν εἶναι «πρός αἷμα καί σάρ­­κα», ἀλλά πόλεμος κατά τοῦ «κοσμοκράτορος τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τού­του» (Ἐφ. στ. 12), κατά τοῦ διαβόλου πού κυριαρχεῖ ἐπάνω στούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶναι βυ­θι­σμέ­νοι στό ἠθικό σκοτάδι. Γι΄ αὐτό ἄν θέλει νά παλαίψει νικη­φό­ρα θά πρέπει νά ὁπλι­σθεῖ μέ τήν «πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ». Νά ζωσθεῖ τήν ἀλή­θεια, νά θωρακισθεῖ μέ τήν δι­καιο­σύνη, νά λάβει γιά ἀσπίδα τήν πίστη, γιά περι­κε­φαλαία τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας καί νά πάρει στά χέρια του «τήν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος», πού εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Μέ τόν ὁπλισμό τῆς Θείας Χάριτος ἀκόμα καί οἱ πιό ἰσχυροί ἐχθροί ἐκμη­δε­νί­ζο­νται. Ἡ νίκη θά εἶναι βεβαία, ἀφοῦ μαζί μ΄ ἐμᾶς θά παλεύει ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός.

Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί. Γιατί, λοιπόν, νά δειλιάσουμε μπροστά στή μανία τῶν ἐχ­θρῶν μας; Γιατί νά ντραποῦμε νά ὁμολογήσουμε μέ λόγια καί μέ πρά­ξεις, ὅτι ἀνή­κου­με σ΄ Αὐτόν; Ἀφοῦ ἔχουμε συναγωνιστή τόν Θεάνθρωπο για­τί νά λιποψυχήσουμε μπρο­στά στή δύναμη τῶν ἐχθρῶν του; Στίς ὧρες τῶν δοκι­μασιῶν μας μαζί μέ τόν Δα­βίδ ἄς λέμε: «ἐάν γάρ καί πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σύ μετ΄ ἐμοῦ εἶ».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου