14 Δεκ 2014

Διδαχή τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ

  Διδαχή τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Τό μεγάλο δεῖπνο τό ὁποῖο ἑτοίμασε ὁ καλός οἰκοδεσπότης Θεός, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, εἶναι τό ἱερό Δεῖπνο τῆς Θείας Εὐχα­ριστίας, τό ὁποῖο καί σήμερα ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Χριστός ἐπάνω στήν ἁγία Τράπεζα τῆς Ἐκ­κλησίας. Καί ὅπως τότε «ἐκάλεσε πολ­λούς», ἔτσι καί σήμερα καλεῖ ὅλους ὅσους τόν ἀναγνωρίζουν Σωτῆρα καί Λυ­τρω­τῆ, νά ἔλθουν νά γευθοῦν τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του, νά λά­βουν «φῶς ἐκ φωτός», νά ἑνωθοῦν μέ τήν Παναγία Τριάδα καί νά βιώσουν τήν χαρά καί τήν εἰρήνη τῆς βασιλείας Του. Δυστυχῶς ὅμως καί οἱ σημε­ρι­νοί προ­σκε­κλη­μένοι περιφρονοῦν τό θεϊκό κάλεσμα.

Ἄλλος ἀπό ἀγάπη τοῦ πλούτου καί τῶν ἡδονῶν μή μπορῶντας νά ἐν­νοή­σει τά ὑπερφυσικά κι ἄλλος ἀπό ἀγάπη πρός τήν ὕλη, ὑποτάσ­σο­ντας τίς αἰ­σθή­σεις τοῦ σώματος, δέν παραδέχονται τό μυστήριο. Κι ὁ τρί­τος, ὁ φι­λή­δο­νος, πού ἔχει θεοποιήσει τήν σάρκα του, δέν ἐνδια­φέ­ρε­ται γιά τήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ. Λί­γοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀπο­δέ­χο­νται τήν πρόσκληση μέ τιμή καί παρακάθονται μα­ζί μέ τόν Χριστό στό τραπέζι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Θεία Λειτουργία στήν ὁποία κάθε Κυριακή μᾶς καλοῦν οἱ γλυκύ­λα­λες τῆς Ἐκκλησίας μας καμπάνες εἶναι μέγιστο μυστήριο. Ὁ Χριστός μᾶς δίνει τή ζωή Του καί μᾶς ἀναβιβάζει στόν οὐρανό. Δέν μᾶς ἐπανα­φέ­ρει ἁπλᾶ στήν πρό τῆς πτώσεως κατάσταση, ἀλλά μᾶς ἀνεβάζει στό χῶρο «οὗ ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος». Θυσιά­ζεται γιά νά ζήσει ὁ κόσμος καί μεταδίδεται γιά νά ἀνακαι­νί­σει ὁλόκληρη τήν κτίση.
Ἡ Θεία Λειτουργία δέν εἶναι μιά ἁπλή τελετή προσευχῆς καί λα­τρείας, εἶ­ναι ἡ ἐπανάληψη τοῦ μυστηρίου τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ. Ὅλες οἱ φάσεις τοῦ μυ­στηρίου τούτου ἐπαναλαμβάνονται σέ κά­θε Λει­τουρ­γία. Ἀρ­χίζουμε μέ τήν ἑτοιμασία τῆς προθέσεως, ἡ ὁποία κατά τόν ἅγιον Συ­μεών Θεσσαλονίκης «τήν Βηθλεέμ καί τό σπή­λαιον δια­γρά­φει». Ὕστερα παίρ­νουμε τό πρόσφορο πού συμ­βο­λίζει τήν Παναγία καί βγάζουμε τόν ἅγιο ἁμνό. Ὅπως ἀπό τήν ἁγία γῆ, τήν Θεοτόκο, ἐβλάστησε ὁ Χριστός, ἔτσι καί ἀπό τούς καρπούς τῆς γῆς λαμβάνουμε τό τεμάχιο ἐκεῖνο πού θά μετα­βλη­θεῖ μέ τήν ἐπί­κλη­ση τοῦ λειτουργοῦ σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Στή συνέχεια, μετά τήν ὁλοκλήρωση τῆς Προσκομιδῆς, ἔχουμε τά τροπάρια τοῦ ὄρθρου μέ τά ὁποῖα ὑμνεῖται τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. Καί εἰσερ­χό­μα­στε στήν Θεία Λειτουργία, στήν ὁποία δεσπόζουν τά ἱερά ἀναγνώ­σμα­τα, ἡ ὁμο­λογία τῆς πίστεως καί τό κύριο μέρος τῆς θυσίας.
Τό ὅτι μέσα στή Θεία Μυσταγωγία ἔχουμε ἐπανάληψη τοῦ μυ­στη­ρίου τῆς οἰ­κο­νομίας, τό διατυπώνει μιά εὐχή τῆς Θείας Λει­τουρ­γίας τοῦ Μεγά­λου Βασι­λείου, πού λέγει ὁ ἱερεύς λίγο πρίν τό τέλος τῆς Λειτουργίας: «Ἤνυσται καί τετέ­λε­σται ὅσον εἰς τήν ἡμετέραν δύνα­μιν, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, τό τῆς σῆς οἰκο­νο­μίας μυστήριον. Ἔ­σχο­μεν γάρ τοῦ θανάτου σου τήν μνή­μην, εἴδομεν τῆς ἀνα­στά­σεώς σου τόν τύπον, ἐνεπλήσθημεν τῆς ἀτελευ­τή­του σου ζωῆς, ἀπηλαύ­σα­μεν τῆς ἀκενώτου σου τρυφῆς ...».
Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι σύναξη οὐρανοῦ καί γῆς. Ἄνθρωποι ζω­ντανοί καί ψυχές τῶν κεκοιμημένων μαζί μέ τούς Ἀγγέλους καί τούς Ἁ­γίους ἑνώνονται γύ­ρω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα. «Κοινή τῶν ἐπου­ρανίων καί τῶν ἐπιγείων συγκρο­τεῖ­ται πανήγυ­ρις». Ὅ,τι ἔγινε στήν Βηθλεέμ γίνεται καί κάθε φορά πού τελοῦμε τή Θεία Λει­τουρ­γία. Οἱ και­ροί συνάγονται καί τά μετακόσμια ἁρμόζονται σέ μιά ἑνό­­τη­τα. Μέ­γας Ἀρ­χιε­ρεύς, θύτης καί θῦμα εἶναι ὁ Χριστός, πού ἔρχε­ται πάλι γιά νά θυσιασθεῖ «ὑπέρ τῆς τοῦ κό­σμου ζωῆς καί σωτηρίας».
Ἡ βίωση τῆς ἑνότητος μεταξύ τῶν πιστῶν εἶναι τό πιό μεγάλο δῶρο τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἕνα πλῆθος μέ μιά καρδιά. «Ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμενž οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν». Ἐδῶ καταρ­γεῖται ἡ μο­να­ξιά καί βασι­λεύει ἡ ἀγάπη. Ἑνωμένοι μέ τόν Χρι­στό αἰσθανόμαστε καί μεταξύ μας ἑνωμένοι.
Ἡ ἑνότητα φέρνει τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς. Ἡ συνάντησή μας μέ τόν Χρι­στό, «τήν ὄντως εἰρήνη», ἐγκαθιδρύει στήν καρδιά μας τήν εἰ­ρή­νη.

Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί.

Πολλά χάνουν ἐκεῖνοι πού ἀποποιοῦνται τήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ γιά τή Θεία Λειτουργία. Ἐάν κανείς τούς πεῖ κάτι,θά ἀντι­κρού­σουν τήν κατη­γορία μέ τό ἐπι­χείρημα, ὅτι ναί μέν πιστεύουν, ἀλλά δέν ἔχουν καιρό. Προτιμοῦν νά δαπα­νή­σουν τίς δυνάμεις τους σέ ἄλ­λα ἔργα, νά κάνουν κά­τι πού θά τούς εὐχαριστήσει, παρά νά συμ­με­τά­σχουν στή Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς, ὁ ὁποία, ὅπως λένε, τούς κου­ράζει μέ τήν πολύωρη ὀρθο­στα­σία καί τίς δυσνόητες εὐχές. Πο­λυάν­θρω­πες ἐνορίες μένουν ἄδειες τήν Κυριακή. Ὄχι μόνο στίς με­γα­λουπόλεις, ἀλλά καί στά χωριά. Ὁ ἐκκλη­σια­σμός καί ἡ συνειδητή βίω­ση τῆς Θείας Λειτουργίας δί­νει μιά ἄλλη διά­στα­ση στή ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου