6 Ιουλ 2014

Διδαχή τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ              
Διδαχή τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ

            Ὁ ἑκατόνταρχος τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἀγα­πη­τοί μου Χριστιανοί, φαίνεται ὅτι ἦταν καλλιεργημένος καί εὐγενής ἄνθρω­πος μέ λεπτά αἰσθήματα. Ἡ δύναμη τῆς ἐξουσίας καί τοῦ πλού­του δέν εἶχαν ἐξα­λείψει τήν ἀν­θρω­πιά του. Οὔτε οἰ στρατιωτικές καί διοικητικές δικαιο­δο­σίες τόν εἶχαν ἐπη­ρεά­σει.
Τουναντίον ἄν καί εἶ­χε στήν ἐξουσία του πλῆθος ἀνθρώπων, ἐν τούτοις ἦταν ταπεινός καί προ­σιτός. Ἡ ὑπερο­ψία καί ἡ ψυχική ἀκαμψία, φαινόμενα συ­νη­­θι­σμέ­να στούς ἐξουσιαστάς ἀν­θρώ­πους, δέν εἶχαν θέση στήν καρδιά του. Γνή­σιος ὀπαδός τῆς διδασκα­λίας τοῦ Χριστοῦ «ὁ θέλων εἶναι πρῶτος ἔστω πάντων διάκονος» πρίν ἀκό­μα γνωρίσει τόν Χριστό, ζεῖ τήν ἐντο­λή τῆς ἀγάπης. Κύριος καί δεσπότης αὐ­τός ἔρχεται μέ πατρική τα­πεί­νω­ση νά παρακαλέσει τόν Χριστό γιά τό δοῦλο του. Ἀπό τό διάλογο πού εἶχε μέ τόν Χριστό καί μέ τόν τρόπο πού ἐξε­δήλωσε τό ἐνδιαφέρον του γιά τόν δοῦλο του φαίνεται πολύ καθαρά, ὅτι στήν ψυ­χή του βα­σί­λευε ἡ ἁγία τριάδα τῶν ἀρετῶν, τῆς ταπει­νώ­σεως, τῆς ἀγάπης καί τῆς πίστεως.
            Εἶχε ταπείνωση ὁ ἑκατόνταρχος. Γιά νά κατανοήσουμε περισ­σό­τε­ρο τό ὕψος τῆς ταπεινώσεώς του πρέπει νά γνωρίσουμε ὁρισμένες λεπτο­μέ­ρειες τῆς ζωῆς του. Ἦταν Ρωμαῖος ἀξιωματικός τοῦ κατοχικοῦ στρατοῦ τῆς Παλαιστίνης καί ἐξουσίαζε τόν στρατό τῆς Καπερναούμ πού σέ κάθε κά­λε­σμά του ἦταν ἕτοι­μος νά ὑπακούσει. Ἀξιωματικοί, ὑπαξιωματι­κοί, στρα­τιῶται, δοῦλοι καί ντόπιοι πολίτες ἦταν πρό­θυ­μοι νά ὑπακούσουν στίς διαταγές του. Ἐκεῖνος ὅμως παρα­κά­μπτει τή δύναμη πού τοῦ παρέχει ἡ στρατιωτική του θέση καί ταπεινός δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἔρχεται καί παρακαλεῖ τόν Ἰησοῦ. Καί ἐάν μέν ἔμενε μόνο σ΄ αὐτή τήν τα­πεινή στάση μπροστά στό μεγαλεῖο τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ, θά ἐλέγαμε ὅτι εἶναι μιά φυσική ἐκδήλωση ἐπιγνώσεως καί ἀναγνωρίσεως τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἑκατόνταρχος ὅμως δέν συναισθάνεται μόνο τό ὕψος τῆς με­γα­­­λω­­σύνης τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τή δική του ἁμαρτωλότητα μέχρι τέτοιου σημείου, ὥστε νά θεωρεῖ ἀνά­ξιο τόν ἑαυτό του νά δεχθεῖ στό σπίτι του τόν Ἰη­σοῦ Χριστό. «Κύριε», τοῦ λέγει, «οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τήν στέ­γην εἰσέλθης». Ἀσφα­λῶς θά εἶχε πολυτελέστατο σπίτι μέ ὅλες τίς ἀνέσεις γιά τήν ὑποδοχή καί φιλοξενία ὑψηλῶν ἐπισκεπτῶν. Ἦταν ἄρχοντας καί εἶχε σπίτι ἀρχο­ντικό. Ἐν τούτοις τα­πει­νώνεται καί ὁμολογεῖ δημό­σια τήν μηδα­μι­νότητά του. Ἀλήθεια εἶναι σπάνιο νά συναντᾶ κανείς τόση τα­πεί­νω­ση σ΄ ἕνα τόσο ἰσχυρό καί παντοδύναμο ἄν­θρω­πο.
            Πόσο ἀνόητα φερόμαστε μερικές φορές ὅταν θολωμένοι ἀπό τή δύ­ναμη πού μᾶς χαρίζει ἡ ὑγεία, ἤ ὁ πλοῦτος ἤ ἡ κοσμική ἰσχύ θεω­ροῦ­με τόν ἑαυτό μας μεγάλο καί ἀπαιτοῦμε ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους ὑποταγή. Φθά­­νουμε δέ καί στό θλιβερό κατάντημα νά ἀγνοοῦμε τό Θεό καί νά ἐμπι­στευό­μαστε τά πάντα στόν ἑαυτό μας. Πόσο ξεγε­λιώ­μα­στε ὅμως τραγικά. Τά προσόντα πού τυχόν ἔχομε δέν εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος τά δίνει καί ἐκεῖνος πάλι τά παίρνει. Τί εἴμαστε; Ἄ­ν­θρω­ποι ἀδύναμοι καί ἐφήμε­ροι. «Ἄνθρωπος ὡσεί χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ× ὡσεί ἄνθος τοῦ ἀγροῦ οὔτως ἐξανθήσει» λέγει ὁ ψαλμωδός. Για­τί λοιπόν νά ὑπεραιρόμαστε; Γιατί νά ζητᾶμε ὑποταγή ἀπό τούς ἄλ­λους καί νά μή ὑπο­τας­σό­μαστε πρῶτοι ἐμεῖς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ;
            Ὁ ἑκατόνταρχος ἔδειξε γνήσια ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη του ἀξιο­λο­γεῖ­ται περισ­σό­τε­ρο ἄν λάβουμε ὑπ΄ ὄψη μας τή δεινή θέση τῶν δούλων μέσα στήν κοινωνία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὁ δοῦλος ἦταν πρᾶγμα χωρίς ψυχή, χω­ρίς προσωπικότητα. Ὁ εὐγενής ὅμως Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος, μοναδική ἐξαί­­­ρε­ση στόν κανόνα συμπερι­φο­ρᾶς τῶν κυρίων ἀπέναντι στούς δούλους, δέν τόν ξεχωρίζει ἀπό τά παιδιά του. Μέ τόν ἴδιο πόνο σάν νά εἶχε ἄρρω­στο ἕνα του παιδί, πλησιάζει τόν ἰατρό τῶν ψυ­χῶν καί τῶν σωμάτων καί τόν ἱκετεύει: «Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰ­κίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος ...». 
            Ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε ἀκόμη πίστη. Οἱ δύο προηγούμενες ἀρετές τῆς ταπει­νώ­­σεως καί τῆς ἀγάπης ἐλειτούργησαν σάν προϋπόθεση γιά τή δωρεά τῆς πίστεως. Ἡ πίστη δέν εἶναι ἀπόκτημα γνώσεων ἤ ἀπό­τέ­λε­σμα ἀνακα­λύ­ψεων, εἶναι δῶρο Θεοῦ πού δί­δεται στούς ταπεινούς.

            Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί.
Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί τί κάνομε; Ὅ­ταν μέ δάκρυα κτυπᾶμε τήν πόρτα τοῦ θείου ἐλέους γιά τή θεραπεία τῶν προβλη­μά­των μας ἐξετάσαμε τόν ἑαυτό μας ἄν ἔχει τίς τρεῖς αὐτές βα­σικές προϋπο­θέσεις, δηλ. τήν ταπεί­νω­ση, τήν ἀγάπη καί τήν πίστη; Ἄν νομίζουμε ὅτι ἀρκοῦν οἱ προσευ­χές καί τά ἀφιερώματα γιά τό θαῦμα πλανιόμαστε. Ὁ Θεός θέλει «ἔλεον καί οὐ θυσίαν» δηλ. ἀγάπη καί ὄχι ὑλικά δῶρα πού τίς περισσότερες φορές δημιουργοῦν τήν ψευ­δαί­σθηση τῆς ὑποχρεώσεως τοῦ Θεοῦ ἀπέναντί μας.

            Ταπείνωση - ἀγάπη - πίστη. Νά οἱ τρεῖς ἀρετές πού ἀνεβάζουν τόν ἄν­θρω­πο στό Θεό καί κατεβάζουν τή θεία Χάρη στόν ἄνθρωπο. Ἄς διδα­χθοῦμε σήμερα ἀπό τόν ἑκατόνταρχο τόν τρόπο μιᾶς ἐπιτυχημένης συνα­ντή­σεώς μας μέ τόν Θεό. Στή ζωή μας θά ἔρθουν ὧρες πού θά χρεια­στοῦμε τήν θεία βοήθεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου