ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ
Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Διδαχή τοῦ Σεβασμιωτάτου
Μητροπολίτου μας κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Ὁ
ἑκατόνταρχος τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,
φαίνεται ὅτι ἦταν καλλιεργημένος καί εὐγενής ἄνθρωπος μέ λεπτά αἰσθήματα. Ἡ
δύναμη τῆς ἐξουσίας καί τοῦ πλούτου δέν εἶχαν ἐξαλείψει τήν ἀνθρωπιά του. Οὔτε
οἰ στρατιωτικές καί διοικητικές δικαιοδοσίες τόν εἶχαν ἐπηρεάσει.
Τουναντίον ἄν καί εἶχε στήν ἐξουσία του πλῆθος ἀνθρώπων, ἐν τούτοις ἦταν
ταπεινός καί προσιτός. Ἡ ὑπεροψία καί ἡ ψυχική ἀκαμψία, φαινόμενα συνηθισμένα
στούς ἐξουσιαστάς ἀνθρώπους, δέν εἶχαν θέση στήν καρδιά του. Γνήσιος ὀπαδός
τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ «ὁ θέλων εἶναι πρῶτος ἔστω πάντων διάκονος» πρίν ἀκόμα
γνωρίσει τόν Χριστό, ζεῖ τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης. Κύριος καί δεσπότης αὐτός ἔρχεται
μέ πατρική ταπείνωση νά παρακαλέσει τόν Χριστό γιά τό δοῦλο του. Ἀπό τό
διάλογο πού εἶχε μέ τόν Χριστό καί μέ τόν τρόπο πού ἐξεδήλωσε τό ἐνδιαφέρον
του γιά τόν δοῦλο του φαίνεται πολύ καθαρά, ὅτι στήν ψυχή του βασίλευε ἡ ἁγία
τριάδα τῶν ἀρετῶν, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἀγάπης καί τῆς πίστεως.
Εἶχε
ταπείνωση ὁ ἑκατόνταρχος. Γιά νά κατανοήσουμε περισσότερο τό ὕψος τῆς
ταπεινώσεώς του πρέπει νά γνωρίσουμε ὁρισμένες λεπτομέρειες τῆς ζωῆς του. Ἦταν
Ρωμαῖος ἀξιωματικός τοῦ κατοχικοῦ στρατοῦ τῆς Παλαιστίνης καί ἐξουσίαζε τόν
στρατό τῆς Καπερναούμ πού σέ κάθε κάλεσμά του ἦταν ἕτοιμος νά ὑπακούσει. Ἀξιωματικοί,
ὑπαξιωματικοί, στρατιῶται, δοῦλοι καί ντόπιοι πολίτες ἦταν πρόθυμοι νά ὑπακούσουν
στίς διαταγές του. Ἐκεῖνος ὅμως παρακάμπτει τή δύναμη πού τοῦ παρέχει ἡ
στρατιωτική του θέση καί ταπεινός δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἔρχεται καί παρακαλεῖ τόν Ἰησοῦ.
Καί ἐάν μέν ἔμενε μόνο σ΄ αὐτή τήν ταπεινή στάση μπροστά στό μεγαλεῖο τῆς
παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ, θά ἐλέγαμε ὅτι εἶναι μιά φυσική ἐκδήλωση ἐπιγνώσεως καί
ἀναγνωρίσεως τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἑκατόνταρχος ὅμως δέν συναισθάνεται
μόνο τό ὕψος τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τή δική του ἁμαρτωλότητα
μέχρι τέτοιου σημείου, ὥστε νά θεωρεῖ ἀνάξιο τόν ἑαυτό του νά δεχθεῖ στό σπίτι
του τόν Ἰησοῦ Χριστό. «Κύριε», τοῦ λέγει, «οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τήν στέγην
εἰσέλθης». Ἀσφαλῶς θά εἶχε πολυτελέστατο σπίτι μέ ὅλες τίς ἀνέσεις γιά τήν ὑποδοχή
καί φιλοξενία ὑψηλῶν ἐπισκεπτῶν. Ἦταν ἄρχοντας καί εἶχε σπίτι ἀρχοντικό. Ἐν
τούτοις ταπεινώνεται καί ὁμολογεῖ δημόσια τήν μηδαμινότητά του. Ἀλήθεια εἶναι
σπάνιο νά συναντᾶ κανείς τόση ταπείνωση σ΄ ἕνα τόσο ἰσχυρό καί παντοδύναμο ἄνθρωπο.
Πόσο
ἀνόητα φερόμαστε μερικές φορές ὅταν θολωμένοι ἀπό τή δύναμη πού μᾶς χαρίζει ἡ ὑγεία,
ἤ ὁ πλοῦτος ἤ ἡ κοσμική ἰσχύ θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας μεγάλο καί ἀπαιτοῦμε ἀπό
τούς ἄλλους ἀνθρώπους ὑποταγή. Φθάνουμε δέ καί στό θλιβερό κατάντημα νά ἀγνοοῦμε
τό Θεό καί νά ἐμπιστευόμαστε τά πάντα στόν ἑαυτό μας. Πόσο ξεγελιώμαστε ὅμως
τραγικά. Τά προσόντα πού τυχόν ἔχομε δέν εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος τά δίνει
καί ἐκεῖνος πάλι τά παίρνει. Τί εἴμαστε; Ἄνθρωποι ἀδύναμοι καί ἐφήμεροι. «Ἄνθρωπος
ὡσεί χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ× ὡσεί ἄνθος τοῦ ἀγροῦ οὔτως ἐξανθήσει»
λέγει ὁ ψαλμωδός. Γιατί λοιπόν νά ὑπεραιρόμαστε; Γιατί νά ζητᾶμε ὑποταγή ἀπό
τούς ἄλλους καί νά μή ὑποταςσόμαστε πρῶτοι ἐμεῖς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ;
Ὁ
ἑκατόνταρχος ἔδειξε γνήσια ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη του ἀξιολογεῖται περισσότερο ἄν
λάβουμε ὑπ΄ ὄψη μας τή δεινή θέση τῶν δούλων μέσα στήν κοινωνία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Ὁ δοῦλος ἦταν πρᾶγμα χωρίς ψυχή, χωρίς προσωπικότητα. Ὁ εὐγενής ὅμως Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος,
μοναδική ἐξαίρεση στόν κανόνα συμπεριφορᾶς τῶν κυρίων ἀπέναντι στούς
δούλους, δέν τόν ξεχωρίζει ἀπό τά παιδιά του. Μέ τόν ἴδιο πόνο σάν νά εἶχε ἄρρωστο
ἕνα του παιδί, πλησιάζει τόν ἰατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων καί τόν ἱκετεύει:
«Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος
...».
Ὁ
ἑκατόνταρχος εἶχε ἀκόμη πίστη. Οἱ δύο προηγούμενες ἀρετές τῆς ταπεινώσεως
καί τῆς ἀγάπης ἐλειτούργησαν σάν προϋπόθεση γιά τή δωρεά τῆς πίστεως. Ἡ πίστη
δέν εἶναι ἀπόκτημα γνώσεων ἤ ἀπότέλεσμα ἀνακαλύψεων, εἶναι δῶρο Θεοῦ πού
δίδεται στούς ταπεινούς.
Ἀγαπητοί
μου Χριστιανοί.
Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί τί
κάνομε; Ὅταν μέ δάκρυα κτυπᾶμε τήν πόρτα τοῦ θείου ἐλέους γιά τή θεραπεία τῶν
προβλημάτων μας ἐξετάσαμε τόν ἑαυτό μας ἄν ἔχει τίς τρεῖς αὐτές βασικές
προϋποθέσεις, δηλ. τήν ταπείνωση, τήν ἀγάπη καί τήν πίστη; Ἄν νομίζουμε ὅτι ἀρκοῦν
οἱ προσευχές καί τά ἀφιερώματα γιά τό θαῦμα πλανιόμαστε. Ὁ Θεός θέλει «ἔλεον
καί οὐ θυσίαν» δηλ. ἀγάπη καί ὄχι ὑλικά δῶρα πού τίς περισσότερες φορές
δημιουργοῦν τήν ψευδαίσθηση τῆς ὑποχρεώσεως τοῦ Θεοῦ ἀπέναντί μας.
Ταπείνωση
- ἀγάπη - πίστη. Νά οἱ τρεῖς ἀρετές πού ἀνεβάζουν τόν ἄνθρωπο στό Θεό καί
κατεβάζουν τή θεία Χάρη στόν ἄνθρωπο. Ἄς διδαχθοῦμε σήμερα ἀπό τόν ἑκατόνταρχο
τόν τρόπο μιᾶς ἐπιτυχημένης συναντήσεώς μας μέ τόν Θεό. Στή ζωή μας θά ἔρθουν
ὧρες πού θά χρειαστοῦμε τήν θεία βοήθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου